sonreírse - ορισμός. Τι είναι το sonreírse
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι sonreírse - ορισμός


sonreír      
Sinónimos
verbo
Palabras Relacionadas
sonreir      
fig. Mostrarse favorable o halagüeño para uno algún asunto, suceso, etc.
sonreír      
sonreír (del lat. "subridere")
1 intr. y prnl. Hacer con los músculos de la cara un *gesto como el que se hace para reír, pero sin emitir ningún sonido; generalmente este gesto expresa *satisfacción. Pelar el diente.
2 intr. Ser la vida, la fortuna, el porvenir, etc., favorable o *halagüeño para cierta persona: "El porvenir le sonríe".
. Conjug. como "reír".
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για sonreírse
1. Valen 20 euros, pero pueden salir caros, las compañías tienden a hacerlo mal, ponen publicidad que no tiene nada que ver con el grupo, los mails quedan sin contestar...". En este punto, el padre de Alba debe sonreírse, porque su hija no deja jamás un mail sin respuesta.
Τι είναι sonreír - ορισμός